λοιπούς

λοιπούς
λοιπός
remaining over
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • άμιλλα — η (Α ἅμιλλα) 1. αγώνας για την υπεροχή, προσπάθεια δύο ή περισσοτέρων για υπερτέρηση, συναγωνισμός, ανταγωνισμός 2. αμοιβαίος ζήλος, αγώνας, προσπάθεια αρχ. 1. (με επίθ.) «ἅμιλλα φιλόπλουτος, πολύτεκνος» αγώνας για πλούτη, για παιδιά 2. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • απογραφή — Στατιστική εργασία με τη βοήθεια της οποίας υπολογίζεται περιοδικά και ταυτόχρονα ο αριθμός των κατοίκων μιας περιοχής και η βιολογική (ηλικία, φύλο) και κοινωνική (ιθαγένεια, γλώσσα, εκπαίδευση, θρησκεία, οικονομική και επαγγελματική κατηγορία)… …   Dictionary of Greek

  • απόλυτος — Ο αδέσμευτος, o ανεξάρτητος, ο απεριόριστος, ο ελεύθερος. Α. λέγεται επίσης και ο ολοκληρωτικός, o αυθύπαρκτος. (Γεωλ.)α. ηλικία πετρώματος. Η σχετικά ακριβής ηλικία σχηματισμού ενός πετρώματος η οποία μετριέται με τη βοήθεια νόμων της φυσικής… …   Dictionary of Greek

  • είμαι — (AM εἰμί Α και αιολ. τ. ἐμμί Μ και εἶμαι) 1. υπάρχω, ζω («...ήταν ένας γέρος και μια γριά», «οὐκ ἐσθ οὗτος ἀνήρ οὐδ ἔσσεται» δεν υπάρχει ούτε πρόκειται να υπάρξει) 2. (για πράγματα) υπάρχω, βρίσκομαι) («δεν είναι στάρι φέτος», «ὁ παράδεισος αὐτὸς …   Dictionary of Greek

  • εξαναχωρώ — ἐξαναχωρῶ, έω (Α) 1. αναχωρώ από έναν τόπο ή για έναν τόπο, αποσύρομαι από μια θέση («τοὺς λοιποὺς αὖτις ἐξαναχωρέειν ἐπὶ τὸν ποταμόν», Ηρόδ.) 2. (μτβ.) αποσύρω, ανακαλώ κάτι («ἐξανεχώρει τὰ εἰρημένα», Θουκ.) …   Dictionary of Greek

  • επικυλινδώ — ἐπικυλινδῶ, έω (Α) [κυλινδώ] 1. κυλώ κάτι πάνω σε κάποιον («επί τοὺς λοιπούς ἐπεκυλίνδουν πέτρους», Ξεν.) 2. παθ. ἐπικυλινδοῡμαι, έομαι (για τόκους) συσσωρεύομαι 3. παθ. α) εφαρμάζομαι κάπου με περιστροφή, με περιτύλιγμα β) εκφυλίζομαι γ)… …   Dictionary of Greek

  • κριοκοπώ — κριοκοπῶ, έω (Α) μάχομαι με πολιορκητικό κριό («τοὺς δὲ λοιποὺς πάντας ἅμα κριοκοπεῑν ἐνεχείρησαν», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κριός + κοπῶ (< κόπος < κόπτω), πρβλ. δημο κοπώ, χρεω κοπώ] …   Dictionary of Greek

  • προσπαρατρώγω — Α 1. δαγκώνω κάτι ακόμη στα πλάγια 2. μτφ. προσβάλλω την υπόληψη κάποιου ακόμη μια φορά, τόν εξευτελίζω επιπροσθέτως («προσπαρατρώγειν καὶ τοὺς λοιποὺς Σωκρατικούς», Διογ. Λαέρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + παρατρώγω «δαγκώνω στο πλάι, κόβω με τα… …   Dictionary of Greek

  • πρωτοκαθεδρία — η, ΝΜΑ η πρώτη έδρα ή το να κάθεται κανείς ως εξαιρετικά τιμώμενο πρόσωπο στην πρώτη έδρα σε μία δημόσια εκδήλωση («φιλοῡσι δὲ τὴν πρωτοκλίσιαν ἐν τοῑς δείπνοις καὶ τὰς πρωτοκαθεδρίας ἐν ταῑς συναγωγαῑς», ΚΔ) νεοελλ. 1. (καν. δίκ.) η τιμητική… …   Dictionary of Greek

  • ραδιοσυχνότητα — Περιοχή συχνοτήτων εναλλασσόμενων ρευμάτων ή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων που εκτείνεται περίπου μεταξύ 10 χιλιοκύκλων (K cs Vs ή kHz) και 100.000 μεγακύκλων (Mc/s ή MHz), δηλαδή από τα μακρά έως τα χιλιοστομετρικά κύματα. Τα εναλλασσόμενα ρεύματα ρ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”